- παλιόχαρτο
- τό1) ненужная бумага; 2) ирон. бумажка, бумажонка; клочок бумаги (о документах или деньгах.); 3) фиктивный документ, филькина грамота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλιόχαρτο — το 1. κομμάτι χαρτιού φθαρμένο ή άχρηστο 2. τίτλος ή χαρτονόμισμα χωρίς αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + χαρτί] … Dictionary of Greek
παλιόχαρτο — το 1. χαρτί κακής ποιότητας ή κομμάτι άχρηστου χαρτιού. 2. έγγραφο ή χαρτονόμισμα χωρίς αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek